- εποικία
- η (AM ἐποικία) [έποικος]εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικίαμσν.αγροτική κατοικία, βίλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐποικία — ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc/acc dual ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίᾳ — ἐποικίᾱͅ , ἐποικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκια — ἐποίκιον outhouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίας — ἐποικίᾱς , ἐποικία fem acc pl ἐποικίᾱς , ἐποικία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικιῶν — ἐποικία fem gen pl ἐποικίζω settle in a colony fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οικονομίδης — Επώνυμο Κυπρίων λογίων. 1. Πέτρος (; – 1821). Πρόκριτος, δημογέροντας και φιλικός. Καταγόταν από τη Λευκωσία της Κύπρου. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν τη συνεργασία του με τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης και τον αποκεφάλισαν μαζί με άλλους… … Dictionary of Greek